καταφρόνηση — καταφρόνηση, η και καταφρόνεση, η και καταφρόνια, η περιφρόνηση, υποτίμηση: Έχει την καταφρόνηση της κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφρόνηση — και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) [καταφρονώ] 1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι 2. ταπείνωση, εξευτελισμός νεοελλ. μσν. 1. ασέβεια 2. θράσος αρχ. 1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση… … Dictionary of Greek
καταφρονήσηι — καταφρόνησις contempt fem dat sg (epic) καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon aor subj mid 2nd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon aor subj act 3rd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon fut ind mid 2nd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοπλουτία — ἀφιλοπλουτία, η (Α) καταφρόνηση του πλούτου, αφιλοχρηματία … Dictionary of Greek
αφιλοσοφία — ἀφιλοσοφία, η (Α) [αφιλόσοφος] η καταφρόνηση της φιλοσοφίας … Dictionary of Greek
αφιλοχρηματία — η (AM ἀφιλοχρηματία) η καταφρόνηση των χρημάτων … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
καθύβρισις — καθύβρισις, ἡ (Μ) [καθυβρίζω] χλευασμός, υβριστική συμπεριφορά, περιφρόνηση, καταφρόνηση … Dictionary of Greek
καταβεβλημένως — (Α) επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. τού καταβάλλω)] … Dictionary of Greek
καταπεφρονηκότως — (Α) επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, ότος (μτχ. παρακμ. τού καταφρονῶ «περιφρονώ»)] … Dictionary of Greek